σινιόρ

σινιόρ
ο , σινιόρα η см. σιορ

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "σινιόρ" в других словарях:

  • σινιόρ — ο, Ν βλ. σενιόρ …   Dictionary of Greek

  • σενιόρ — και σινιόρ, ο, θηλ. σενιόρα και σενιορίτα και σενιορίνα και σινιόρα και σινιορίτα και σινιορίνα, Ν (κυρίως ως προσφώνηση), κύριος, κυρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. signore / signora / signorina < λατ. senior, συγκρ. τού senex «γέροντας»] …   Dictionary of Greek

  • σιόρ — (I) Α (κατά τον Ησύχ.) «θεός Λάκωνες». [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. άλλος τ. τού βιός]. (II) και σινιόρ, ο, θηλ. σιόρα και σινιόρα, Ν (προσαγόρευση τών μελών τής ανώτερης κοινωνικής τάξης στα Επτάνησα, παλαιότερα) κύριος. [ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. sior, άλλος τ. τού… …   Dictionary of Greek

  • Γκελντερόντ, Μισέλ ντε- — (Michel de Ghelderode, Ιξέλ, Βρυξέλλες 1898 – Σέρμπεκ 1962).Βέλγος θεατρικός συγγραφέας. Ο Γ., που ήταν γαλλόφωνος, άρχισε να γράφει νουβέλες και μυθιστορήματα το 1916. Το 1918 πρωτοεμφανίστηκε στο θέατρο, με το έργο Ο θάνατος κοιτάζει στο… …   Dictionary of Greek

  • σιόρ — σιόρ, ο και σινιόρ, ο (λ. ιταλ.), κύριος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»