σινιόρ
Смотреть что такое "σινιόρ" в других словарях:
σινιόρ — ο, Ν βλ. σενιόρ … Dictionary of Greek
σενιόρ — και σινιόρ, ο, θηλ. σενιόρα και σενιορίτα και σενιορίνα και σινιόρα και σινιορίτα και σινιορίνα, Ν (κυρίως ως προσφώνηση), κύριος, κυρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. signore / signora / signorina < λατ. senior, συγκρ. τού senex «γέροντας»] … Dictionary of Greek
σιόρ — (I) Α (κατά τον Ησύχ.) «θεός Λάκωνες». [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. άλλος τ. τού βιός]. (II) και σινιόρ, ο, θηλ. σιόρα και σινιόρα, Ν (προσαγόρευση τών μελών τής ανώτερης κοινωνικής τάξης στα Επτάνησα, παλαιότερα) κύριος. [ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. sior, άλλος τ. τού… … Dictionary of Greek
Γκελντερόντ, Μισέλ ντε- — (Michel de Ghelderode, Ιξέλ, Βρυξέλλες 1898 – Σέρμπεκ 1962).Βέλγος θεατρικός συγγραφέας. Ο Γ., που ήταν γαλλόφωνος, άρχισε να γράφει νουβέλες και μυθιστορήματα το 1916. Το 1918 πρωτοεμφανίστηκε στο θέατρο, με το έργο Ο θάνατος κοιτάζει στο… … Dictionary of Greek
σιόρ — σιόρ, ο και σινιόρ, ο (λ. ιταλ.), κύριος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)